Στην κυριολεκτική του σημασία είναι το κωλόχαρτο ή τα προγενέστερα μέσα σφουγγίσματος του κώλου (για επαγγελματική περιποίηση, βλέπε και σφουγγοκωλάριος).

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για αντικείμενα συναφούς υφής (π.χ. χαρτιά, εφημερίδες, ρούχα, ψηφοδέλτια) που έχουν σκιστεί/χαλάσει/στραπατσαριστεί τόσο πολύ ή που είναι τόσο κακής ποιότητας, ώστε η μόνη χρησιμότητα που έχουν είναι το σφούγγισμα κάποιου κώλου πριν πεταχτούν στα σκουπίδια.

  1. (Αύγουστος και χαλλλλαρά στην παραλία...)
    - Πού το έχεις το Metal Hammer;
    - Μέσα στην τσάντα είναι, πάρτο!
    (Το ψάχνει και το ανασύρει από την τσάντα παπαριασμένο)
    - Ρε μαλάκα, αυτό έχει γίνει κωλοσφούγγι!
    - Ω ρε γαμώτο, θα πήρε νερά η τσάντα από κανένα κύμα...
    - Το γάμησες και ψόφησε!!
    - Γάμησέ το... Πωωωωω, κοίτα μια τουρίστρια............
    - Αυτά είναι......

  2. - Σου έφερα το πουκάμισο σου!
    - Πώς είναι έτσι;; Καλά ρε, σου δάνεισα το καλό μου το πουκάμισο για να κάνεις μόστρα στο πάρτι κι εσύ μου το έκανες κωλοσφούγγι;;
    - Έλα μωρέ, λίγο ράψιμο εδώ και λίγο Dry Clean εκεί...
    - Δεν φταις εσύ... Φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό...

  3. (πάλι στην παραλία, αυτή τη φορά με χαζογκόμενα)
    - Έχεις τίποτα να διαβάσουμε κουκλίτσα μου;
    - Ναι, πήρα το Ciao, θέλεις να δεις το μωρό του Σάκη και της Κάτιας Ζυγούλη;;
    - Έλεος με το κωλοσφούγγι! Πάω για βουτιά!

Η άποψη που έχουν οι φαντάροι για τα στρατιωτικά ρούχα... (από Cunning Linguist, 22/08/10)(από Khan, 22/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Αχ αχ αχ πάει από το πρόχειρό μου...

#2
Cunning Linguist

Ήθελα να ήξερα ποιος ξεκαύλωσε ρίχνοντας μηδενικά σε όποιον ορισμό μου βρήκε... Ε ρε γαμώ την ψυχασθένεια!!

#3
Galadriel

Το λήμμα υπάρχει στο νετ και ως κωλοσφούΓΚι, και μάλιστα σε σάιτ που δεν προτιμούν οι αναλφάβητοι, οπότε με προβλημάτισε αν πρόκειται για άποψη ή απλή ανορθογραφία: σφουγγαρίστρα ή σφουγκαρίστρα;

Να πχ δείτε εδώ: Αρχικά αντί της λέξης «μαλαπέρδες» είχε επιλεγεί η λέξη «ψωλές» . Μετά όμως από σχετική παρατήρηση φίλης συμφώνησα πως λέξεις όπως: ψωλή, ψωλόχυμα, μουνί, κωλοσφούγκ**ι, μουνόπανο, πουταναριό, πουσταρκούδα, τσάτσος, τσατσόνι, τσατσόγρια, ρουφοκαυλέτα, κωλομπαράς, καυλιτζέκι κτλ είναι καλύτερο να αντικαθίστανται από άλλες λιγότερο προκλητικές.*

ή εδώ: [I]-Τουλάχιστον η Τζούλια είναι ωραία γυναίκα. Αυτή είναι τελείως πατσαβούρα! Τί γούστο κι αυτός ο Σειρηνάκης.... -Σάπια τελείως!! Πάντως είδα και τη Τζούλια από κοντά στο Balux μαζί με το κωλοσφούγκι της το Μένιο και δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου..! [/I]

#4
MXΣ

Ο Τριαντάφυλλος δίνει:

κωλοσφούγγι το [kolosfúngi] Ο44 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός εγγράφου, κειμένου κτλ. || Kάνω κτ. ~, συνήθ. για ρούχο ή ύφασμα που το έχω καταταλαιπωρήσει, που το έχω κάνει κουρέλι από την κακή ή την πολλή χρήση.

[κωλο- + σφουγγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]

αατα