Στις θεσσαλικές εκφράσεις: «καταπίνω γκουστέρες» και «κατεβάζω γκουστέρες».

Πιθανότατα από το γουστέρα.

Καταπίνω γκουστέρες: κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αντιδράσω σε προσβολές, ψεύδη κλπ, γιατί αν δεν συγκρατηθώ μαύρο φίδι που σ' έφαγε. Όσο καλή όμως και αν είναι η προσπάθεια, η ενόχληση αποτυπώνεται στο πρόσωπο και είναι φανερό σε όλους ότι με μία ακόμη λέξη η έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη.

Κατεβάζω γκουστέρες: το ίδιο με το επάνω. Χρησιμοποιείται όμως και προς αποφυγή των κατεβάζω καντήλια-κατεβάζω χριστοπαναγίες κλπ ως λιγότερο βλάσφημο, αλλά πάντοτε σιωπηλό.

  1. - Τι του είπες και καταπίνει γκουστέρες;

  2. - Όχι μόνο την έκανε την μαλακία του πάλι ο προϊστάμενος, αλλά τα έριξε και στον Θανάση και μετά τον έκραξε κιόλας.
    - Γι αυτό κατεβάζει γκουστέρες από το πρωί;

με γκουστας του (από perkins, 12/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
perkins

Αληθινο περιστατικο: Πρίν χρόνια στην Πάτρα ένα παιδάκι εκ Πανοπούλου ( χωριο κοντα στον Πύργο ) ορμώμενο έκλαιγε με λυγμούς γιατι η μάνα του δεν του αγόραζες μια μπλούζα που ήταν ακριβή - αυτή με σήμα τη γουστέρα.

#2
Τσακ εις την μέσην

Γκουστέρες στη Θεσσσαλία λέμε τις σαύρες...

#3
salina

Σωστά, και γιαυτό αντί ετυμολογίας έδωσα το λjινκ γουστέρα.
Επιβεβαιώνεις τις εκφράσεις ή είναι παλαιάς κοπής;
(το έλεγε η γιαγιά μου)

#4
leonpanos

γκουστερα = ειδος σαυρας (μεσσηνία)