Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.
Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.
Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.
Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
3 σχόλια
jesus
πεσωμένος είναι γενικά η μετοχή του πέφτω στην λευκάδα, αντί του «πεσμένος».
η γιαγιά μου έλεγε πχ «ήμ'να πεσωμέν' και χτύπ'σε το τ'λέφωνο αλλά δεν πρόκαμα», εννοώντας ότι ήτανε ξαπλωμένη. μεγάλη λέξη είναι κ η ξεπεσωμάρα, τύπου γενική αδυναμία σωματική, σαν υπόταση: ξύπν'σα κ' είχα μιά ξεπεσωμάρα, π' δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μ'.
όλαφ τά, βέβαια, είναι παραδοσιακοί ιδιωματισμοί κ όχι αργκό.
βελκόμ, μεγανησιώτη, με τη ζούρλια σου που είναι στάνταρ.
ΜΕΓΑΝΗΣΙΩΤΗΣ
ευχαριστώ μπρανέλε φίλε μου. πεσωμένη είναι και η οικονομία μας που να μη σώσουνε
jesus
χωργιάτ'ς είμαι μωρέ, αλλά λευκάδα μεγάλωσα...