Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

πεσωμένος είναι γενικά η μετοχή του πέφτω στην λευκάδα, αντί του «πεσμένος».
η γιαγιά μου έλεγε πχ «ήμ'να πεσωμέν' και χτύπ'σε το τ'λέφωνο αλλά δεν πρόκαμα», εννοώντας ότι ήτανε ξαπλωμένη. μεγάλη λέξη είναι κ η ξεπεσωμάρα, τύπου γενική αδυναμία σωματική, σαν υπόταση: ξύπν'σα κ' είχα μιά ξεπεσωμάρα, π' δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μ'.

όλαφ τά, βέβαια, είναι παραδοσιακοί ιδιωματισμοί κ όχι αργκό.

βελκόμ, μεγανησιώτη, με τη ζούρλια σου που είναι στάνταρ.

#2
ΜΕΓΑΝΗΣΙΩΤΗΣ

ευχαριστώ μπρανέλε φίλε μου. πεσωμένη είναι και η οικονομία μας που να μη σώσουνε

#3
jesus

χωργιάτ'ς είμαι μωρέ, αλλά λευκάδα μεγάλωσα...