1. Στέκομαι ιδιαίτερα ή και ανέλπιστα τυχερός, είμαι κωλόφαρδος. Παράγωγα: ξέκωλος (να μήν συγχέεται με το ξέκωλο), ξεκωλωμένος, ξεκωλωμάρα. Συνώνυμα: μου ανοίγει, μου γίνεται νάαα (ενν. ο κώλος).

  2. Κάνω κάτι εντατικά και επίπονα. Συνώνυμα: τα φτύνω, ξεσκίζομαι, γαμιέμαι, με πάει πίπα-κώλο, μου βγαίνει το λάδι/ο πάτος.

  1. Σε μία μέρα κερδίζει ενα χιλιάρικο στο στοίχημα, βρίσκει και δουλειά, και του κάθεται και η Μάρω... Ε ξεκωλώθηκε ρε ο πούστης...! Τα γαμάν αυτά τα παιδιά...

  2. Να ξεκωλώνομαι μωρη σκρόφα απ' το πρωί ώς το βράδυ να σου πληρώνω τα κομμωτήρια και τις γούνες, και να μαθαίνω οτι μου τα φοράς εδώ κι' ένα χρόνο με τον Μάκη τον υδραυλικό...;

Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Ωραίος.