Σμπαράλια ή ζμπαράλια (ιταλ. sbaraglio).

Μου χάλασες την δουλειά, του έκανε τα μούτρα σμπαράλια, το κιβώτιο ταχυτήτων είναι σμπαράλια, τα νεύρα μου είναι σμπαράλια.

Του σμπαράλιασε την κωλοτρυπιδα με τον σχοινοκαθαριστήρα του. Του την έκανε χαχόλικη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία