Αναξιόπιστο άτομο, το οποίο ρέπει προς την παρανομία.

Συνώνυμα: μούτρο, υπόγειος / σκοτεινός τύπος.

  1. — Πώς μ' έπιασε κορόιδο ρε ο αλήτης; Δύο κατοστάρικα για χαλασμένο ντιβιντί...
    — Έπρεπε να το καταλάβεις ρε χάφτα, έκανε μπαμ ότι ήταν λέρα ο τύπος.

  2. Μεγαλύτερη λέρα δεν κυκλοφορεί στην πιάτσα από τον Μπάμπη. Απ' όπου και να τον πιάσεις θα λερωθείς.

(από Galadriel, 01/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία