Αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν. Συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία.

  1. - Τι;! Θα 'ναι κι' ο Πάνος εκεί;
    - Και χωρίς το κοντοπούτανό του μαζί... Άιντε, πλύσου, ντύσου, στολίσου και καρφί στου Μίμη. Τα λέμε.

2.- Πίνουμε άλλο ένα;
- Τρεις έχει πάει ρε μαλάκα. Εγώ πληρώνω και την κάνω καρφί για το σπίτι.

  1. Να τον έβλεπες πώς έφυγε: ντελαπάρει, παίρνει δυο τούμπες και καρφί στην κολόνα. Ποιος ξέρει τι είχε πιει ο καραγκιόζης, με διακόσια στη στροφή...

Βλ. και σούμπιτος / σούμπιντος, ο, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία