Τρώω κάτι πολύ γρήγορα. Υποδηλώνει μεγάλη πείνα ή λαιμαργία αλλά και μια έλλειψη ευγένειας ως προς τους συνδαιτημόνες αφού αυτοί δεν προλαβαίνουν να φάνε.

Λέγεται και χλαπακώνω.

Πολύ κοντά στο κατζακώνω το οποίο ενέχει κυρίως την έννοια του αρπάζω.

- Πότε πρόλαβες και τα χλαπάκιασες το μισό ψυγείο μωρή;
- Έλα βρε τζουτζούκο μου κι είχα μια λιγούρα!
- Αμάν!! Μη με φυτιλιάζεις τώρα!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία