Σαβούρα από το τουρκικό savurmak είναι η παρέκκλιση από πορεία και πτώση. Διασώζεται σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας κατ' επίδραση από τα τουρκικά. Είναι εξάλλου, διαδεδομένες οι εκφράσεις τρώω σαβούρα, σαβουριάζομαι. Βλ. και σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα.

Αντιθέτως, σαβούρα από το ιταλικό zavorra, κατά τον Μπάμπη δε εντέλει από το λατινικό saburra είναι το έρμα των πλοίων. Από εδώ βγαίνουν οι σημασίες του ευτελούς αντικειμένου κακής ποιότητας, που χρησιμεύει μόνο στο να καταλαμβάνει όγκο και να έχει μάζα, οπότε κατ' επέκταση η γκόμενα μπάζο, το κακό φαγητό, η άχρηστη συσσώρευση (βλ. άλλους ορισμούς).

Επομένως, μάλλον πρόκειται για διαφορετικής προέλευσης ομόηχες λέξεις, χωρίς όμως να αποκλείεται η αλληλεπίδρασή τους, όπως συμβαίνει σε πλείστες όσες περιπτώσεις (πα)παρετυμολογιών ή διαφορετικών ετυμολογιών ομόηχων λέξεων.

Πάσα: ΜΧΣ, Χότζας.

Υπάρχει κάτι το οποίο να μπορεί να ενόνετε το παντελόνι με το μπουφάν ώστε να μην γεμίζει το μπουφάν απο μέσα με χιόνι όταν τρόω σαβούρα; (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία