Κάτι μόνο του, χωρίς το ζευγάρι του, χωρίς το δίδυμό του, χωρίς το υπόλοιπο σετ, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα, χωρίς τα υπόλοιπα εξαρτήματα, παρελκόμενα κλπ.

Κυριολεκτικά, ο όρος σημαίνει χωρίς γονέα, αλλά, μεταφορικά, ερμηνεύεται, συνήθως, χωρίς το αδερφάκι του.

1, Ρε γυναίκα, τι γυρεύει εδώ πέρα αυτό το ορφανό παπούτσι;

  1. Βρήκα κι εδώ άλλη μια κάλτσα ορφανή.

  2. - Γιατί έμεινε έτσι ορφανό;
    - Χαθήκανε τα υπόλοιπα εξαρτήματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Στος, βλ. και αυτό το ορφανό.

#2
iwn

Καλό.
Ας μη λησμονούμε και τη θρυλική χήρα (η χείρα) με τα τρία ορφανά.

#5
jesus

είναι κ μέγα ανέκδοτο με μαραγκό, αλλά δε γράφεται ρε πστ...

#6
vikar

Σε συμφραζόμενα στοιχειοθεσίας, ορφανή αράδα είναι η πρώτη αράδα παραγράφου που ξεκινάει στο τέλος της σελίδας, ενώ υπάρχει και χήρα αράδα, η τελευταία αράδα παραγράφου που ξεκινάει όμως νέα σελίδα (δείτε εδώ).

#7
jesus

όπως είσαι λήμμα ρε τεμπελχανά.

#8
vikar

Φύγε ρε!... Μας δουλεύετε που μας δουλεύετε που έχουμε παύλες, νά 'χουμε και άλλα με χήρες κι' ορφανά θελεις τώρα;