Ιδιωματισμός της Λέσβου που εκφράζει τον πολύ μεθυσμένο άνθρωπο. Συνώνυμο του κομμάτια. Από το τούρκικο davul που σημαίνει τύμπανο. Συνήθως το λάμδα και το γιώτα συγχωνεύονται στο τέλος, λόγω της Μυτιληναϊκής διαλέκτου.

Η γιανεπρόκουπους η γιάντρας 'ημ χθες γύρισι τα ξημηρώματα κι ήταν νταβούλ'. Θα' πινε παλ' ούζα μι τσ' φίλοι τ'...
(Ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου χθες γύρισε πάλι τα ξημερώματα κι ήταν νταβούλι. Θα έπινε πάλι ούζα με τους φίλους του)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

αχχχχ δήμο, από αυτό το πανέμορφο νησί είσαι; με τους ωραίους μεζέδες και το bleu Mitylene της θάλασσας και την παγερή θάλασσα της Εφταλούς και το ποιητικό Σίγρι και τον Ερμή και και και και και;;;;;;;