Παίρνω μάτι.

Κανονικά σημαίνει παίρνω μάτι, παρακολουθώ,
μπανίζω ---> μπάνιο + -ίζω (πριν καθιερωθούν τα μικτά μπάνια, οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μάτι τις γυναίκες που κολυμπούσαν στη θάλασσα).

  1. Πάμε να μπανίσουμε κανά γκομενάκι;;;

  2. - Γιατί κοιτάς από την κλειδαρότρυπα;;;
    - Μπανίζω κίνηση φίλε...!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία