Αν κι άρχισε ως χαρακτηρισμός για τους αλκοολικούς και τα πρεζάκια, λόγω του ότι η ενασχόλησή τους με τα εν λόγω αθλήματα τούς καίει πολλά εγκεφαλικά κύτταρα, κατέληξε να προορίζεται για όλους όσους είναι τόσο πωρωμένοι με οποιοδήποτε χόμπι, ώστε στερούνται εξ αιτίας του μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων που, από τον υπόλοιπο κόσμο, θεωρούνται σημαντικές.

Ρε καμένε, στην παραλία είσαι. Παράτα την κάμερα κι έλα να κάνεις καμιά βουτιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

σωστότατος, έλειπε.

#2
jesus

παράγωγο αυτου είναι κ το «καίγομαι με κάτι», δλδ αφιερώνω (δυσανάλογα) πολύ χρόνο σε κάτι. επίσης, σημαίνει κ γουστάρω άσχημα με κάτι που κ εγώ αναγνωρίζω ως καμένο, πχ «έχω καεί άσχημα με τα ανέκδοτα με τη μικρή αννούλα».
το καίγομαι σκέτο έχει κ την έννοια του σπάω αρχίδια κάνοντας κάτι καμμένο, πχ «μην καίγεσαι άλλο με τα ανέκδοτα με τη μικρή αννούλα ρε μλκ».

επίσης, υπάρχει κ το μεταβατικό «καίω κάποιον» το οποίο προσπαθώ καιρό να βρω πώς να το ορίσω, αλλά δεν τό 'χω. ουσιαστικό αυτού, ο κάφτης, αυτός που συνηθίζει να καίει κόσμο.

#3
Vrastaman

Και μη ξεχνάμε το καμένο ντουί.

#4
Khan

Χρησιμοποιείται και για τους οπαδούς του νέου κόμματος Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμένου. Λέγονται και καμένα βούρλα.