Λέξη που προέρχεται από την ιταλική bottiglia και σημαίνει μπουκάλα. Συνήθως την χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε χοντροκομμένα αντικείμενα ή χοντρά γυναικεία πόδια.

Καλά, η Ειρήνη ενώ είναι τόσο αδύνατη στο επάνω μέρος του σώματός της, έχει κάτι μποτινέλια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
iron

αλλιώς, «μπουκαλόποδα» ή «πόδια-μπουκάλες».