Όταν δανείσουμε χρήματα και δεν τα πάρουμε ποτέ, όταν μας χρωστούν από τη δουλειά χρήματα και δεν μας πληρώνουν. Όταν παρέχουμε μια υπηρεσία και δεν ανταμειβόμαστε, όλα αυτά είναι τα λεγόμενα πιστολιάσματα.

Συναντάται επίσης και ως έφαγα πιστόλι και συνοδεύεται με το προπαρασκεύασμα μυρίζει-βρωμάει μπαρούτι (άρα θα φάμε πιστόλι).

  1. — Τι έγινε ρε σε πλήρωσαν από τη δουλειά;
    — Γάμησε τα φίλε, εδώ και τρεις μήνες τίποτα, μου βρωμάει μπαρούτι η δουλειά, θα φάμε κανένα πιστόλι, δεν τη γλιτώνουμε!

  2. — Δάνεισα στο Νίκο, θα μου τα δώσει πίσω λες;
    — Καλά είσαι μαλάκας, γιατί δε ρωτάς πρώτα; Πρόκειται για μεγάλο πιστολέρο!

  3. — Σε πλήρωσε;
    Σκατά, έφαγα πιστόλιασμα.

(από tractioner, 08/04/11)(από tractioner, 08/04/11)

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλα, πιστολέρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
sstteffannoss

Δεν αλλάζει τίποτε αν όπου «πιστόλι» / «πιστόλιασμα» χρησιμοποιηθεί το «πιστόλα». Επίσης, παίζουν και με τα «ρίχνω» / «πέφτει».