Και τσουρνέβω.
Κλέβω. Συνήθως εννοείται πως η πράξη γίνεται με διακριτικό και επιδέξιο τρόπο και αναφέρεται σε αντικείμενα και όχι χρήματα.
- Ρε μαλάκα, έχω κουραστεί να το αναλύουμε κάθε τρεις και λίγο!
- Εγώ; Τι έκανα πάλι;
- Άσε τα αυτά που ξέρεις, σε είδα όταν γύριζα από το μπάνιο που άφησες γρήγορα-γρήγορα το πακέτο με τα τσιγάρα μου για να μη το προσέξω. Καλά, δεν νιώθεις την παραμικρή ντροπή, να τσουρνεύεις πράγματα από τους γνωστούς σου;
4 σχόλια
iron
εδώ θα σε στεναχωρήσω λίγο...
Κούσκουλο
Απο το Δημόσιο Πρόχειρο το πήρα, δεν ήξερα πως όσα υπάρχουν εκεί δεν έχει διπλοτσεκεαριστεί αν υπάρχουν ήδη. Λάθος μου. Στην πυρά λοιπόν!
iron
χμμ, έχεις δίκιο, έχει συμβεί κι άλλες φορές. Μάλλον πρέπει να κάνουμε κάτι με το θέμα. Μέχρι τότε, βάζε τα στην αναζήτα για να βεβαιώνεσαι.
poniroskylo
Από την γύφτικη λέξη čor (προφέρεται τσορ) = κλέβω. Από τα ρομανί πέρασε στα καλιαρντά και από κει στην κλασική αργκό. Δες και το λήμμα μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.