Και τσουρνέβω.

Κλέβω. Συνήθως εννοείται πως η πράξη γίνεται με διακριτικό και επιδέξιο τρόπο και αναφέρεται σε αντικείμενα και όχι χρήματα.

- Ρε μαλάκα, έχω κουραστεί να το αναλύουμε κάθε τρεις και λίγο!
- Εγώ; Τι έκανα πάλι;
- Άσε τα αυτά που ξέρεις, σε είδα όταν γύριζα από το μπάνιο που άφησες γρήγορα-γρήγορα το πακέτο με τα τσιγάρα μου για να μη το προσέξω. Καλά, δεν νιώθεις την παραμικρή ντροπή, να τσουρνεύεις πράγματα από τους γνωστούς σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

εδώ θα σε στεναχωρήσω λίγο...

#2
Κούσκουλο

Απο το Δημόσιο Πρόχειρο το πήρα, δεν ήξερα πως όσα υπάρχουν εκεί δεν έχει διπλοτσεκεαριστεί αν υπάρχουν ήδη. Λάθος μου. Στην πυρά λοιπόν!

#3
iron

χμμ, έχεις δίκιο, έχει συμβεί κι άλλες φορές. Μάλλον πρέπει να κάνουμε κάτι με το θέμα. Μέχρι τότε, βάζε τα στην αναζήτα για να βεβαιώνεσαι.

#4
poniroskylo

Από την γύφτικη λέξη čor (προφέρεται τσορ) = κλέβω. Από τα ρομανί πέρασε στα καλιαρντά και από κει στην κλασική αργκό. Δες και το λήμμα μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.