Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ; - Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε 2006-09-01 01:57:29+00:00 Τελευταία επεξεργασία 2015-05-08 17:47:21+00:00
Gambertais
2012-02-05 16:54:05+00:00
Από το ιταλικό moccio που σημαίνει βωβός.
Ξέχασα τον κωδικό μου!
Επιλέγοντας "Εγγραφή" παρακάτω συμφωνείς με τους Όρους Χρήσης και την Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
1 σχόλιο
Gambertais
Από το ιταλικό moccio που σημαίνει βωβός.