Το αγαπημένο Μείζον Ελληνικό Λεξικό δίνει το ρήμα «ξενερώνω» ως συνώνυμο του «ξενερίζω».

Παραθέτω αυτούσιο τον ορισμό: χάνω τα νερά μου, παραπλανιέμαι / βγαίνω πάνω από την επιφάνεια του νερού / συνέρχομαι από μεθύσι / (μτβ) αλλάζω το νερό δοχείου.

Σε ό,τι αφορά την σύγχρονη κοινή χρήση του ρήματος, υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει συνεκδοχικά με τον ορισμό περί μέθης, αφού, όπως και να το κάνουμε, άμα περάσει η ευδαιμονία του οινοπνεύματος, όσο να πεις, ξενερώνεις!

(ακούστηκε πρόσφατα στην ποιοτική μας τηλεόραση σε διάλογο μητέρας - γιου)
Μαμά: - τι έχεις παιδάκι μου;
Υιός: -Άσε ρε μάνα... σκατά... ξενέρωσα σήμερα στο πάρκο...

(από Khan, 12/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Νομίζω ότι έχεις δίκιο, αλλά έχει ενδιαφέρον και η αποστεριόρι παπαρετυμολογία του ξενέρωτος από το ξένος και έρωτας, δηλαδή αυτός που παραμένει ξένος προς την μέθη του έρωτα.

#2
Khan

Στο ξενέρωτος υπάρχει ένα ενδιαφέρον σχόλιο του Βίκαρ.

Το πρόβλημα είναι το ξε-, που συνήθως είναι στερητικό ότι βγαίνεις από κάτι, όπως ξεμεθάω. Μήπως όμως εδώ σημαίνει ότι βγαίνεις από το κρασί διά του νερού, και όχι ότι βγαίνεις από το νερό; Αν και δεν μου έρχεται άλλο παράδειγμα που το ξε να πηγαίνει ως α΄ συστατικό με β΄ το διά κάποιου και όχι με το από κάποιο, μου φαίνεται λογικό. Τι λένε και οι άλλοι;

#3
japanese

δεν ξέρω αν είμαι στο πνεύμα του σχολίου του βίκαρ, αλλά το ξε- ίσως απαντάται σ' αυτό το ύφος και στο ρήμα ξεγεννώ, όπου δεν μοιάζει να είναι στερητικό, αλλά έχει κάπως την έννοια της μετάβασης. ίσως πάλι να με βάρεσε η ανία και να λέω μπούρδες...

#4
gaidouragathos

Μη ξε-χνάτε οτι γεννώ κ ξεγεννώ είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράμα, θα επανέλθω κ κάπου αλλου είχα τέτοιο θέμα...

#5
japanese

...πράγμα που ενδεχομένως συμβαίνει και με τα ρήματα γελώ (με την έννοια της εξαπάτησης) και ξεγελώ.