Συναλλαγή, δοσοληψία (κυριολεκτικά), συνήθως ψιλοπαράνομη ή ύποπτη συναλλαγή. Σπανιότερα ή μεταφορικά ερωτοτροπίες (flirt / φλερτ) και τα περαιτέρω.

Αντιστοιχεί με το πάλι ποτέ ελληνικόν: Δούναι και λαβείν (και τα δυο με περισπωμένη) των λογιστικών 'κιταπιών' που αντικαταστάθηκε με το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων.

Μερικοί το προφέρουν και alish-verish και είναι πιο σωστό.

Δάνειο απ' ευθείας από την τουρκική, όπου είναι επίσης σε χρήση, από τα ρήματα almak -παίρνω, vermek -δίνω.

  1. Πάει στη λαϊκή γιατί του αρέσει (έχει στο αίμα του) το αλισιβερίσι.

  2. Συναντήθηκαν σ' ένα ταξίδι και άρχισαν το αλισιβερίσι (επί ερωτικής και παντός άλλου είδους δοσοληψίας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Σωστός. Συνηθέστερος, νομίζω, ο τύπος αλισβερίσι (χωρίς το γιώτα στο -σι-) και έτσι το καταγράφει και ο Τριανταφυλλίδης.

Κλασική έκφραση το: «Με δικό σου (άνθρωπο), φάε, πιες, αλισβερίσι μην έχεις» - σοφή προτροπή για την αποφυγή δοσοληψιών με συγγενείς.

#2
vikar

Δέ χρειάζεται να πάμε στα παλιά ελληνικά· το πάρε-δώσε, ή και παρεδώσε, έχει όλες τις σημασίες του ορισμού.

#3
iron

ε τότε να σου σβήσω το σχόλιο.

#4
vikar

Μπαρδόν;...

#5
Μιτζνούρ

Σωστό το πάρε-δώσε. Αναφέρθηκα όμως στο δοῦναι καὶ λαβεῖν (ἔμαθα ἐν τῶ μεταξὺ νὰ πολυτονίζω) επειδή θυμάμαι τα παλιά τεράστια κατάστιχα του πατέρα μου μ' ένα τεράστιο δοῦναι από τη μια σε φούξια και ένα επίσης τεράστιο πράσινο λαβεῖν από την άλλη σε κόλλες cadrillé (στενές και φαρδιές κάθετες διαγραμμίσεις)