Ελαφρά χαριτολογώντας, αλλά με συγκαλυμμένο ερωτικό υπονοούμενο (αυτό που λένε συνήθως «πονηρό» και δεν ξέρω γιατί).

  1. Ένα σκαμπρόζικο ύφος, αστείο, ανέκδοτο.

  2. «Πάμε μια βολτίτσα;» του είπε με σκαμπρόζικο ύφος / διάθεση.

  3. «Αχ... Μ' αρέσει!», είπε σκαμπρόζικα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Μάλλον απευθείας από το ιταλικό scabroso που σημαίνει ακριβώς τολμηρό αλλά και ντελικάτο, λεπτεπίλεπτο και μπερδεμένο, όχι απλό. Scabro στα ιταλικά είναι το ανώμαλο, επί επιφανείας. Πάντως, η λέξη είναι μάλλον βορειοευρωπαϊκής προελεύσεως αρχικά. Στα αγγλικά scab είναι το κακάδι, η κρούστα που σχηματίζεται πάνω στις πληγές και scab λέγεται επίσης και ο απεργοσπάστης.