Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

Θα προσθέσω μόνο μια χρήση του 'μερακλώνομαι' από το διήγημά μου «Γράμματα δε μαθαίνουν στη στάνη του Μπασιά» δημοσιευμένο στο www.scriptamanent.gr (Copyrjght δικό μου)

Και μια μέρα μερακλώθηκε ο Μπασιάς. Από το πολύ να στοχάζεται τη στάνη, μερακλώθηκε. Δε λυπήθηκε, δε νοστάλγησε, δε χάρηκε, δεν πόνεσε… απλώς μερακλώθηκε. Έγειρε πίσω το κεφάλι, μόνος του ήταν στο κάτω κάτω• ανοίγει στόμα και καρδιά και… βγάζει ένα τραγούδι! Μα τι τραγούδι! Πόνος μαζί και λεβεντιά!

#2
Vrastaman

Οι παλαίοτεροι θα ενθυμόυνται και την πανέμορφη Maserati Merak.

#3
Μιτζνούρ

Και 'τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ' (από τραγούδι).

Γειά σου βραστέ άντρα

#4
HODJAS

Βλ. σχόλια εδώ.

#5
vikar

Νά 'σαι καλά Μιτζνούρ για την παρατήρηση περι πρόσθιων-οπίσθιων φωνηέντων --χθές βράδυ μόλις ειχα κουβέντα με τούρκο που προσπαθούσε να μου εξηγήσει ακριβώς αυτό το πράμα, αλλα δέν τα καταφέραμε.