Το λήμμα γκεζίρης οδηγεί στο λήμμα γκιζίρης.

Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.

Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».

Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.

Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')

για να μη γκιζιράς (από Khan, 12/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Κοντινό δηλαδή στο σουρτούκης.

#2
deinosavros

Από το τουρκ. gezmek=κάνω βόλτα, περιφέρομαι, τριγυρίζω. Αν δεν κάνω λάθος, το ρήμα εμφανίζεται σε διάφορα κείμενα της λογοτεχνίας μας και ως γκεζιράω

#3
Khan

Σωστός ο Δεινόσαυρος. Παίζει το ρήμα λ.χ. στον Μακρυγιάννη.

#4
gaidouragathos

Τραβιέμαι στο γκεζί...

#5
deinosavros

Σωστοτατότατος.

#6
Μιτζνούρ

Δεινόσαυρε σωστά. Ακριβέστερα πρέπει να είναι το gezdirmek κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι (με την έννοια επιδεικνύω τα ρούχα μου ή τα λεφτά μου)

#7
deinosavros

Λοιπόν Μιτζνούρ το έψαξα και απ' ότι μου είπαν το gezdirmek μπορεί κάλλιστα να έχει τη σημασία που αναφέρεις. Προφανώς κάτι ήξερες παραπάνω.

#8
tweengoofy

Στον Έβρο γκιζιρνάω σημαίνει τριγυρνώ πολύ ή αν για πολύ ώρα λείπω η ερώτηση είναι :πού γκιζιρνούσες;

#9
Μιτζνούρ

Και στην Ήπειρο. από ηπειρώτισσα το έμαθα.

#10
vikar

Σωστός ο Δεινόσαυρος. Παίζει το ρήμα λ.χ. στον Μακρυγιάννη.

Khan

Σωστός ο Χάν, εδώ πιχί:

Διόρισαν και την ’πιτροπή να δικιώση τους αγωνιστάς και να τους βαθμολογήση. Ήταν φίλοι οι περισσότεροι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη και βαθμολογούσαν πολλούς φίλους τους με χωρίς δικαιώματα. Και γεννήθηκαν πλήθος παράπονα διά την αδικία οπού κάμαν εις τους αγωνιστάς πολλούς. Τότε έβγαλαν και τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από την χάψη· τους βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες, και τους κρέμασαν κι’ από ’να σταυρό και γκεζερούν εις τα σοκάκια τ’ Αναπλιού και καμαρώνουν. Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαραχτήρα, ’κανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους.

Βιβλίο Γ΄, κεφ. 2

ή εδώ:

Αφού μίλησα του Βασιλέα διά τον Λασσάνη, της μεγάλες κατάχρησες οπού ’καμεν αυτός και οι συντρόφοι του, κι’ αφάνισε την πατρίδα, και του Σπυρομήλιου το ’δωσε την Λιβαδόστρατα εις την Φήβα κι’ άλλα, τον έβγαλε τον Λασσάνη από την ’Κονομίαν και τον έβαλε εις την Λογιστική ’πιτροπή με βαρειόν μιστόν να διορθώση της κατάχρησες, αυτός της δικές του και των φίλωνέ του· – και οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά παιδιά τους, κ’ εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους ’στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρεμένοι κι ας λένε «ψωμάκι».

Βιβλίο Γ΄, κεφ. 4

#11
vikar

Δείτε και την εξής χρήση:

Ο Αντώνης διάβασε το σημείωμα, κόμπιασε για λίγο και μετά κοίταξε τον Μπόη.
- Και τί θες να κάνω με αυτό;
- Να το δώσεις εκεί που πρέπει.
- Τα πιστεύεις αυτά που γράφει;
- Τον ξέρεις τον Σπύρο. Δέν θα έστελνε τίποτα αν δέν το είχε γκεζερίσει.

Θανάσης Σκρουμπέλος, «Μπλέ καστόρινα ποαπούτσια», Τόπος, 2008/2016

Σε υποσημείωση δίνεται η ερμηνεία του γκεζερίζω λοιπόν, ώς «ελέγχω».

Δέν βλέπω βέβαια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις δύο χρήσεις (γκεζερίζω κάτι, το τριγυρίζω, το βλέπω απ' όλες τις πλευρές), αυτό που δέν ξέρω είναι ποιά σημασία μπορεί να προηγήθηκε (δείτε ξανά και την ετυμολόγηση πυο προτείνει ο Μιτζνούρ).