Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.
Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».
Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.
Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')
11 σχόλια
vikar
Κοντινό δηλαδή στο σουρτούκης.
deinosavros
Από το τουρκ. gezmek=κάνω βόλτα, περιφέρομαι, τριγυρίζω. Αν δεν κάνω λάθος, το ρήμα εμφανίζεται σε διάφορα κείμενα της λογοτεχνίας μας και ως γκεζιράω
Khan
Σωστός ο Δεινόσαυρος. Παίζει το ρήμα λ.χ. στον Μακρυγιάννη.
gaidouragathos
Τραβιέμαι στο γκεζί...
deinosavros
Σωστοτατότατος.
Μιτζνούρ
Δεινόσαυρε σωστά. Ακριβέστερα πρέπει να είναι το gezdirmek κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι (με την έννοια επιδεικνύω τα ρούχα μου ή τα λεφτά μου)
deinosavros
Λοιπόν Μιτζνούρ το έψαξα και απ' ότι μου είπαν το gezdirmek μπορεί κάλλιστα να έχει τη σημασία που αναφέρεις. Προφανώς κάτι ήξερες παραπάνω.
tweengoofy
Στον Έβρο γκιζιρνάω σημαίνει τριγυρνώ πολύ ή αν για πολύ ώρα λείπω η ερώτηση είναι :πού γκιζιρνούσες;
Μιτζνούρ
Και στην Ήπειρο. από ηπειρώτισσα το έμαθα.
vikar
Σωστός ο Χάν, εδώ πιχί:
ή εδώ:
vikar
Δείτε και την εξής χρήση:
Σε υποσημείωση δίνεται η ερμηνεία του γκεζερίζω λοιπόν, ώς «ελέγχω».
Δέν βλέπω βέβαια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις δύο χρήσεις (γκεζερίζω κάτι, το τριγυρίζω, το βλέπω απ' όλες τις πλευρές), αυτό που δέν ξέρω είναι ποιά σημασία μπορεί να προηγήθηκε (δείτε ξανά και την ετυμολόγηση πυο προτείνει ο Μιτζνούρ).