Τσαμπουκάδες: σημαίνει και τζιβάνες, κομμένα χαρτάκια, χαρτονάκια, κοτσάνια φούντας, καπνούς, σκισμένα πακέτα τσιγάρων και γενικώς όλη τη βρομιά που απομένει στο τραπεζάκι μετά από το στρίψιμο και την κατανάλωση των μπάφων, αδιάψευστη μαρτυρία και κάρφωμα της προηγηθείσας ευωχίας.

- Άντε ρε μαλάκες, ξεκολλάτε να πάμε για καμιά πάστα. - Καλά, μάζεψε τους τσαμπουκάδες και την κάνουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
gaidouragathos

Απο συμμαθήτρια στο μεικτό εν έτει π.Χ.. - Ρε μαλάκα, βγάλε τον τσαμπουκά απ' τη τσάντα, έρχεται η μάνα μου... (Δε γκατάλαβα, ήταν τα αντισυλληπτικά η τα τσιγάρα τάβγαλα κ τα δύο)
- Μα τι μαλάκας είσαι... Τελικά ήταν το «Μεθυσμένο καράβι» του Ρεμπώ... O! tempora, o! mores, ω! χάσμα γενεών...

#2
HODJAS

Πολύ καλό!!!