Το λήμμα τιτίζης οδηγεί στο λήμμα τιτίζος.

τιτίζος, τιτίζης (θηλ. τιτίζα)

Ο μίζερος υποχόνδριος τελειομανής γκρινιάρης. Αυτός που πνίγεται στη λεπτομέρεια. Αυτός που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Μανιακός της καθαριότητας και της τάξης. Που δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Το άκρον άωτον της επιμέλειας και της νοικοκυροσύνης. Που τελικά σιχαίνεται και τον ίδιο τον εαυτό του ένα πράμα.

Μπαίνει βεβαίως το ζήτημα για το πού θέτει ο καθένας τα όρια της νεύρωσης περί την καθαριότητα, που όταν τα διαβεί ο άνθρωπας γίνεται τιτίζης. Κατά κανόνα εδώ το ανδρικό κατώφλι βρίσκεται πολύ παραπέρα απ’ ό,τι το γυναικείο. Να μη μιλήσουμε για το εφηβικό, όπου το άτομο γενικώς αγαπά την μπίχλα.

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αρνητική είναι η έννοια όταν αναφέρεται στην προσωπική ζωή, καθαριότητα και νοικοκυριό. Θετική όταν αναφέρεται ως χαρακτηρισμός επαγγελματία.

  1. - Ε, σιγά, σού’ πεσε η στάχτη στο πατάκι. - Αμάν μωρέ, τι τιτίζης που είσαι;

  2. - Κοίτα πώς τά’ κανες, γέμισες ψίχουλα όλο το σαλόνι. Και στο τραπεζάκι μού’ κανες το σήμα των Ολυμπιακών με τα ποτήρια! - Έλα αγάπη μου, μη γίνεσαι τιτίζα!

  3. - Το ακίνητο έχει πολύ μπερδεμένο ιστορικό. Να κάνουμε το συμβόλαιο στον Ευθύφρονα Σφραγιδοφύλακα. Είναι τιτίζης, τα προσέχει αυτά.

  4. - Όλα τα συνεργεία κάνανε πολύ καλή δουλειά και το σπίτι το άφηναν πάντα καθαρό.
    - Ναι, ο διακοσμητής ήταν πολύ τιτίζης.

βλ. και πρωκτικάντζα, σφουγγοκωλάριος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
MXΣ

Eκ της Τουρκικής, titiz. Δες και τιτίζος