Επίθημα της αργκό που σχηματίζει ουδέτερο ουσιαστικό από (ελληνικό) ρήμα ή όνομα, με συχνή χρήση στη στρατιωτική ζαργκόν. Παρμένο απευθείας από την κατάληξη -ing του αγγλικού γερούνδιου, γράφεται επίσης (και προφέρεται) -ιν.

Στα παραδείγματα, λέξεις ήδη καταχωρισμένες στο σάιτ.

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
MXΣ

Πούστη άντρα! Ένα μείον από το πρόχειρο! Έπρεπε!

#2
vikar

Αυτά παθαίνεις αν δεν παίρνεις προφυλάξεις.

#3
vikar

Ενδιαφέρουσα εξήγηση της εισχώρησης του -ινγκ στα φανταρίστικα δίνει ο κυρ-σαράντ σήμερα στο ιστολόι του:

Κατά τη γνώμη μου [...] η αρχή της οικογένειας λέξεων σε -ινγκ βρίσκεται στη λέξη “έρπινγκ”, που είναι η μόνη που ανάγεται σε λέξη που προϋπήρχε στη στρατιωτική ορολογία, στο έρπειν*. Το έρπειν, απαρέμφατο του ρήματος έρπω, χρησιμοποιείται συχνά, υπό τύπο παραγγέλματος, για ασκήσεις που πρέπει να εκτελέσουν οι στρατιώτες έρποντας, στη γκρίζα ζώνη ανάμεσα σε απαιτητική άσκηση και καψόνι. Στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα, βέβαια, απαρέμφατα δεν υπάρχουν, ακόμα κι εκείνα τα απολιθωμένα που έχουν μορφή απαρέμφατου (το είναι και το γίγνεσθαι, απαγορεύεται το πτύειν) χρησιμοποιούνται μόνο σε στερεότυπες εκφράσεις [...]. Και επειδή από πολλές απόψεις τα αγγλικά μάς είναι οικειότερα απ’ ό,τι τα αρχαία ελληνικά, και το γερούνδιο σε -ing πιο οικείο απ’ ό,τι το απαρέμφατο, έτσι το έρπειν έγινε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, έρπινγκ.*