Ο έχων περίσσιο μπόι, δηλαδή ο ψηλέας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιο γεροδεμένο και ψηλό άτομο, αλλά επίσης ειρωνικά και το αντίθετο, μια μισοριξιά.

-Και που λες, εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω φασαρία, έρχεται ο πιο μποϊλής του μαγαζιού και λέω από μέσα μου, τώρα θα γίνει πανικός!
-Χέστηκες;
-Με τα νεύρα που είχα, θα έριχνα κι εγώ καμία, αλλά μάλλον θα με έλιωνε. Αλλά ο τύπος, ωραίος, λέει, «δεν αφήνετε τις μαλακίες να πιούμε καμιά σούμα;»

...και σκάει το Μαράκι με έναν μποϊλή, τι να σου πω. Κόντεψα να τον πατήσω...

(από λαϊκό άσμα)
Μα την πάτησε μια μέρα
μ' ένα βλάχο μποϊλή
και η τελευταία χήνα
έγινε άπιαστο πουλί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία