1. Εμπορική συναλλαγή (αρχική σημασία).
  2. Δοσοληψία, πάρε δώσε, σχέση (οποιασδήποτε φύσης, φιλικής, ερωτικής ή άλλης).
  3. Προβλήματα, μπερδέματα, φασαρία, διαπληκτισμός.

Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».

Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι

  1. Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταιρείες.
  2. Δε θέλω καθόλου νταραβέρια μαζί του.
  3. Έχει νταραβέρια με την αστυνομία.

βλ. και βέρι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
soulto

Το να επανοικειοποιηθούμε την περίοδο, για παράδειγμα, σαν μια απλή και βασική λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος και να σταματήσουμε να ανταλλάσσουμε σερβιέτες και ταμπόν με συστολή και μυστικοπάθεια σαν να κάνουμε νταραβέρι ναρκωτικών στην Ομόνοια, είναι μια μικρή νίκη έναντι του σεξισμού.

από άρθρο στο inside story.