Ως αμετάβατο, είναι συνώνυμο του φορμάρω, του στρώνω ή του δένω: οργανώνομαι, σχηματίζομαι, μορφοποιούμαι, αποκτώ την προσδοκώμενη συνοχή, συντάσσομαι, ενιαιοποιούμαι, βρίσκω «ρυθμό», εκδιπλώνω τις δυνατότητές μου, οργανικοποιούμαι. Εν ολίγοις και αριστοτελικώς, «γίνομαι αυτό που πρέπει / αυτό που προορίζομαι να γίνω».

Λέγεται κυρίως για αθλητικές ομάδες. Αν μια ομάδα μοντάρει επιτυχώς, τότε είναι σε θέση, κατά μια απίθανη αλεφάντειο ταυτολογία, να βγει και να παίξει τη μπάλα που ξέρει.

Η μεταβατική χρήση (ο κόουτς έχει κανονίσει κάποια φιλικά για να μοντάρει την ομάδα) είναι φυσικά συνηθέστερη αν και, ίσως και εξαιτίας αυτού, κατά τι μειωμένης σλανγκικής υφής.

Μην περιμένεις από τόσο νωρίς σπουδαία πράγματα. Η ομάδα ό,τι βγήκε από προετοιμασία, θέλει κανά διμηνάκι να μοντάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

σωστός. στο μεταβατικό είναι κ συνώνυμο του (κάνω κάποια) μόντα.

#2
Μιτζνούρ

Δεν ξέρω αν δε μιλάω σωστά, αλλά νομίζω ότι ανεβάζοντας ένα λήμμα που έχει και σλανγκική και μη σλαγκική υφή (η έκφραση 'σλανγκική υφή ' είναι εύρημα και μπράβο του Jesus) πρέπει ν' αποσαφινίζονται και οι δυο, ιδίως όταν η λέξη είναι δεν πολύ κοινόχρηστη.
Τουλάχιστο να γίνεται κάποια μνεία της βασικής σημασίας στα παρεπόμενα του ορισμού ή σε 'αυτοσχόλιο' αμέσως μετά το λήμμα. Αυτό θα διευκολύνει τους mod στο τελικό σουμάρισμα του υλικού.

Μοντάρω α) συναρμολογώ μηχάνημα ή συσκευή β) τοποθετώ εξάρτημα σε μηχάνημα ή συσκευή. ΑΝΤΙΘ: ξεμοντάρω

#3
Khan

Στο 1.32 στο μήδι με τον μικρό Νjικόλα που παρέθεσε ο τζήζαντας το μοντάρω λέγεται με την σημασία του γαμώ. Νομίζω ότι λέγεται γενικότερα με αυτήν την σημασία, και είναι συναφές με το φορμάρω (στο οποίο παραπέμπεις) και το εφαρμόζω, δηλαδή στον βάζω εφαρμοστά και καθώς πρέπει, και κατά δεύτερον διά του γαμησιού σε φτιάχνω, γιατί ένα γαμήσι σου χρειαζόταν για να στρώσεις (είτε επειδή ήσουν αγάμητος και ήθελες σέρβις, είτε επειδή χρειαζόσουν νουθεσία).