Ανοίγω (γεμάτο και σφραγισμένο) μπουκάλι με ποτό. Αυτό μπορεί να είναι απλώς ένα κόκκινο ουισκάκι ή, κυρίως, ένα πιο σπέσιαλ, είτε σαραντάρι είτε κρασί, κάτι που κρατούσα για περιπτώσεις σαν κι αυτή.
Μάλλον δεν λέγεται όταν ανοίγουμε μπουκάλι σε μαγαζί - το μπουκάλι πρέπει να ανασύρεται από το προσωπικό μας απόθεμα.
Παρεΐστικη χαριτωμενιά που θυμίζει παλαιότερες εποχές: ότι και καλά «σφάζω μια κότα» ή τον μόσχο τον σιτευτό για να το 'φχαριστηθούμε όλοι. Ή καμιά ρέγγα.
- Φίλε δεν αρχίζουμε με κάνα ξίδι σιγά-σιγά; Καμιά μπυρίτσα παίζει;
- Μπυρίτσα λες; Ή να σφάξουμε ένα γκλένφιντιχ δωδεκάρι που έφερε ο κουμπάρος;
15 σχόλια
sstteffannoss
Εγώ λέω συχνότατα τα «σφάξε καμιά κονσέρβα» / «σφάξε κανά Rio Mare» όταν προτείνω κάτι πρόχειρο για φαγητό (ακριβώς όπως το εννοείς στο θα σφάξω ρέγγα.
Νομίζω δε, πως μ' αυτή τη λογική, το θα σφάξω ρέγγα έχει τη ρίζα του στο ό,τι οι ρέγγες είναι από τα ψάρια που πολύ εύκολα συναντάς σε μορφή κονσέρβας.
Οπότε και το σφραγισμένο μπουκάλι.
iron
άλλος που άρχισε να κλέβει από τα πρόχειρά μας... καλάαααα
vikar
Το σφάζω λέγεται όντως γενικότερα. Όπως λέει ο πάτσις, συνήθως για πράγματα μέν που τ' αφήνεις λίγο-πολύ για εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλα όχι μόνο για ποτά: φαγητά, γλυκά, πούρα, ναρκωτικά... Ίσως και για αναλώσιμα που δέν καταναλώνει (τρώει, πίνει, καπνίζει...) κανείς, άν και δέν τό 'χω ακούσει έτσι απ' ότι μπορώ να σκεφτώ.
patsis
Το «σαραντάρι» ρε παιδιά μόνο δικό μου είναι; Προσπαθώ καιρό να το εντοπίσω στο διαδίκτυο ή ρωτώντας κόσμο αλλά δεν παίζει.
Αν είναι όντως δημιουργία δική μου είμαι περήφανος για την πάρτη μου και με γουστάρω πολύ γιατί είναι μια χρήσιμη λέξη: Είναι τα ποτά του εμπορίου με 40% αλκοόλ (ουίσκι, βότκα, τζιν, ρούμι, ίσως τεκίλα, δεν θυμάμαι). Όλα αυτά έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά και βοηθάει να έχουν μία λέξη. Δηλαδή αν μιλάμε για διασκέδαση, στο μυαλό μου είναι χοντρικά: α. οι νορμάλ μπύρες (4-5% αλκοόλ), β. τα κρασιά (περίπου 10-15), γ. τα σαραντάρια, δ. τα πιο δυνατά (τίποτα ρούμια μυστήρια, δυνατα τσίπουρα, τεκίλες δολοφονικές) και ε. τα μια κατηγορία από μόνα τους (οι δυνατές μπύρες, η ursus, η north).
Παίζουν και τα spaceοειδή αλλά έχω να πιω τέτοιο από το Λύκειο.
Τεσπά, την λέξη «σαραντάρι» την έχετε ακούσει εσείς;
vikar
Εγώ τσούκ.
iron
το σφάζω το λέμε και για μια τούρτα, ή γενικά για ένα έδεσμα το οποίο κανείς δεν τολμά να αγγίξει πρώτος από και καλούα ευγένεια.
Συνέχειά του (αναλόγως του τι σφάζεται): ισιώνω.
patsis
Α, ξέχασα, αν είναι famous grouse το αστειάκι ολοκληρώνεται: «θα σφάξω μια πέρδικα».
Vrastaman
Συνώνυμο: σφίγγω.
jesus
σ'στός. ενδιαφέρουσα η αντιδιαστολή με το σκοτώνω ίζολ τελειώνω (σε πιο γενικά συμφραζόμενα όμως). λογικό διότι το σφάζω νοείται ως αρχή (σφάζω κάτι για να το κάνω κάτι μετά), ενώ το σκοτωμένο το θάβεις.
το 40άρι δεν. το σαραντατρίο το ξέρω.
HODJAS
Ιταλ. Sfacio / facio fuori (ιταλοαμερικ. Take out)=ξε-κανω.
dryhammer
Και «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» των καρπουζάδων κάποτε, με τη σιγουριά οτι όλα τα καρπούζια θα ήταν ώριμα-κατακόκκινα, θα έτρεχαν τα ζουμιά σαν τα αίματα. «Όλα με τη βούλα, όλα με το μαχαίρι» απο το χρυσό αυτοκόλλητο-εγγύηση ποιότητας, οπότε άφοβα το έκοβαν-έσφαζαν για επιβεβαίωση. (Οι πρώτοι στην Ελλάδα που εφάρμοσαν την αμερικανια του 7,90<8,00 με το τεράστιο 7 και το σμικρό ,90 ακόμα στα '70ς κάτι που μετα γενικεύτικε και με το ευρώ έγινε θεσμός)
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
Το σφάζω λέγεται όντως γενικότερα. Όπως λέει ο πάτσις, συνήθως για πράγματα μέν που τ' αφήνεις λίγο-πολύ για εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλα όχι μόνο για ποτά: φαγητά, γλυκά, πούρα, ναρκωτικά... Ίσως και για αναλώσιμα που δέν καταναλώνει (τρώει, πίνει, καπνίζει...) κανείς, άν και δέν τό 'χω ακούσει έτσι απ' ότι μπορώ να σκεφτώ.
(Βικ, παραπάνω)
Αντιγράφω από τη σημερινή Εφημερίδα των Συντακτών:
Μιλάμε για ποσότητα (σ.σ. ηρωίνης) που θα "σφαζόταν" [νοθευόταν] στην αγορά και οι δύο τόνοι θα γίνονταν πέντε.
vikar
Ε εδώ ομως είναι άλλη η χρήση του σφάζω, δές κόψιμο και σπασμένη.
soulto
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
Ναι, προφ, κανονικά ήθελε ξεχωριστό λήμμα αλλά βαριέμαι. Σου πω, δεν το γράφεις εσύ κ να σου δώσω λογαριασμό να μου καταθέσεις τα ρόγιαλτιζ?