Ετυμολογία: από το αλλόμορφο θέμα τσακωματ- [< τσάκωμα, τσακωμός < τσακώνω] + -ίας.

Αυτός που καβγαδίζει αδιαλείπτως. Γουστάρει τρελά να τσακώνεται και είναι αυτό που ξέρει να κάνει καλά. Αρπάζεται πολύ εύκολα και ψάχνεται συνεχώς για καβγά, προκαλώντας ή αρχίζοντας ο ίδιος τις φιλονικίες.

Στη Σέλτικ ο Τζον, έστω και άκομψα, έστω και άτεχνα, έστω και αντιεμπορικά, ξετινάζει τα δίχτυα με 89 γκολ σε 146 εμφανίσεις. Παραμένει αγριάνθρωπος, τσακωματίας, γίνεται αγαπημένος της κερκίδας επειδή βλέπει φανέλα της Γκλάσκοου Ρέιντζερς και σεληνιάζεται και γενικότερα συμβολίζει αυτό που θέλει κάθε οπαδός να βλέπει στην ομάδα του: έναν πολεμικό κριό, έναν κάργα θαρραλέο λεβενταρά που βάζει κεφάλι κάτω και φωνάζει με τη συμπεριφορά του αυτό το διαολεμένο το never say die που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. (απόσπασμα από αναρτημένο σχολίο σε διαδικτυακό φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία