«Ἀερίζομαι» σημαίνει ἀποβάλλω ἀέρια διὰ τοῦ πρωκτοῦ, συνώνυμο ἀλλὰ ὄχι ταυτόσημον τοῦ πέρδομαι, κλάνω. Τὸ ὗφος τῆς λέξεως εἶναι οὐδέτερο, ἀχρωμάτιστο. Δὲν ἔχει τὴν σοβαροφάνεια τοῦ πέρδομαι, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῇ ὅπως τὸ κλάνω· πχ «πάλι ἀερίστηκε ὁ βρωμόκωλος» δὲν στέκει. Χρησιμοποιεῖται στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ ἀποφεύγεται κυρίως ἡ ἀμηχανία τῶν ἀσθενῶν, ποὺ ψάχνουν ἕνα κόσμιο τρόπο γιὰ νὰ ποῦν στὸ προσωπικὸ ὅτι τὸ ἔντερο δούλεψε. Τὸ πέρδομαι παρουσιάζει καὶ γραμματικὲς δυσχέρειες.

Στὴν παλαιότερη νοσοκομειακὴ σλάνγκ τὸ «ἀερίζομαι» λεγόταν καὶ περιφραστικά: «Περνάω ἀέρια», τὸ ὁποῖο, παρὰ τὴν κυριολεξία του καὶ τὴν ἁπλότητά του εἶναι σλάνγκ, διότι δὲν λέγεται πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ διότι ἀποσιωπᾷ (ἐνόχως) τὸ «διὰ τοῦ πρωκτοῦ μου», «ἀπ' τὴν κωλοτρυπίδα μου», «ἀπὸ τὸ γκρόβερ μου» καὶ ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ τρόπον τινα σχετικὴ καλιαρντὴ λέξις «ἀεραντέρω», μὲ τὴν προφανῆ σημασία «πορδή».

_Πῶς πᾶμε κ. Παπαδόπουλε σήμερα; Ἀεριστήκαμε;
_Ναί, προῐσταμένη μου, δόξα τῷ θεῷ, περνάω ἀέρια κανονικά. Αὔριο ἐλπίζω νὰ βγῶ κιὄλας.
_Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμη γιὰ νὰ πᾶτε σπίτι.
_(Ντροπιασμένα) Μὰ δὲν ἐννοοῦσα ἐξιτήριο, προῐσταμένη μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

αχαχά παράδειγμα :D

#2
nikolaosvlas

Το αερίζομαι με την έννοια του κλάνω είναι σε ευρεία χρήση στον Αποκόρωνα, Χανίων.
- Είντα 'τονε τουτοσάς ο κρότος, μάνα;
- Όι εγώ, η λάλη σου αερίστηκε πάλι.

#3
iron

το λέγαν όλοι οι παλιοί νομίζω. κατά το βγαίνω.