Γουναρικά από τσιντσιλά και μινκ.

Συνήθως, από παραφθορά, το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα περιττά ψιλολόγια. Παλαιότερα όμως ήταν εμπορεύματα των γυρολόγων (καπέλα, γάντια κ.λπ. από τσίντσιλι - μίντσιλι).

Τι τα θέλεις όλα αυτά τα τσίντσιλι-μίντιλι, μπιτ παζάρ το κατάντησες το σπίτι μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

αρώτηξις: μήπως εννοείς τζάντζαλα μάντζαλα;
αν όχι, λέτε να έχουν καμιά σχέση οι 2 εκφράσεις;
τέλος: μπιτ μπαζάρ το λες εξεπίτούτου ή εννοείς κάτι προς μπιρ-μπαρά ή κάνεις λογοπαίγνιο;
μόνο αυτά!

#2
Gambertais

Προφανώς πρόκειται για το ίδιο λήμμα, αν και αγνοούσα αυτή του την έκφανση. Την εξήγηση που δίνω, τη βρήκα σε ένα παλιό ρωσσικό παραμύθι.
Το μπιτ παζάρ τώρα, είναι μια αγορά για μικρά φνηνοπράγματα, καινούρια ή παλιά. Στη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και στις άλλες πόλεις της καθ' ημάς Ανατολής, υπάρχει ένα τέτοιο. Bit στα τουρκικά είναι η ψείρα και bitkadar κάτι το πολύ μικρό, λιλιπούτειο.

#3
gaidouragathos

Kαι στην κατ' αυτούς...Εσπερία, flea-market, λενε κατι σα το μοναστηράκι.(flea-ψύλλος).