Η έκφραση είναι παλιά και ήδη καταγεγραμμένη στο ΛΚΝ, αλλά σκέφτηκα ότι είναι πολύ καλή για να μείνει στα αζήτητα και επί πλέον δεν ξέρουμε από πού και γιατί προέρχεται, γι΄αυτό και την καταχωρίζω εδώ.

Καμπανιά είναι ο πειρακτικός υπαινιγμός, η σπόντα. Η έκφραση είναι: πετάω καμπανιά = πετάω σπόντα.

Εμένα μου θυμίζει κάπως το τούβλο (βλ. δικό μου ορισμό), δηλαδή την κοτσάνα.

  1. ...πέταξε κάποιες καμπανιές πειραχτικές...

  2. ... όσο γινόταν φίλος της καρδιάς (=καρδιακός), τόσο και περισσότερο τον πείραζαν αυτές οι καμπανιές κι αυτά τα αστεία.

αμφότερα από τον Λαπαθιώτη («Κάπου περνούσε μια φωνή»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
MXΣ

Λέτε αγαπητή Αίρον, να έχεισχέση με τα καμπανέλια, ώπερ παπαριά;