1. Ερωτοτροπώ χαζοειδώς, σαλιαρίζω.

  2. Χαζολογάω, ασχολούμαι με μη σοβαρά πράγματα σε άκαιρο χρόνο.

  1. Η γυναίκα του είναι στο νοσοκομείο κι αυτός όλη μέρα καυλομανάει με τις πιτσιρίκες στο γραφείο.

  2. Επιτέλους θα έρθεις να μας βοηθήσεις; Εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά και συ καυλομανάς στον υπολογιστή και στο κινητό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
mafie

Πρέπει να είναι συνώνυμο του ομόριζου «καυλαντίζω».

#2
Alexis965

Το «καυλαντίζω» πρώτη φορά το ακούω.
Αν θέλεις δώσε περισσότερες πληροφορίες.
Το «καυλομανάω» είναι ιδιωματική λέξη και λέγεται σε συγκεκριμένες μόνο περιοχές της Ελλάδας. Συνώνυμό του, αλλά με μεγαλύτερη έμφαση στο σεξουαλικό περιεχόμενο, είναι το «φαρομανάω»

#3
iron

βλ. και καυλομαχητό.

#4
Vrastaman

♪♫
Καυλομανάει ο άνεμος
μα ο άνεμος δεν ξέρει
πως το κορίτσι που θα ‘ρθει
την άνοιξη θα φέρει

Και σε περιμένω
παπάρι σηκωμένο
♪♫

#5
gaidouragathos

Ψωλαρμενίζω επίσης, προφάνουσλυ λόγω της επιθυμίας που παρασύρει, όπως ο άνεμος στα ψηλά βουνά και στα ανοιχτά πέλαγα...

Σκέτη ποίηση...

#6
aias.ath

Κυριλὲ συνώνυμον καὶ τὸ ἐμπειρίκειον καυλοπυρέσσω.

#7
aias.ath

Συνώνυμο ἐννοῶ τῆς βασικῆς σημασίας, ὄχι τοῦ παρόντος λήμματος.
Μένος>μανία>μανάω, -ῶ + καυλός

#8
Khan