Ἔτσι λέγεται ὁ κασμὰς (τὸ σκαπτικὸ ἐργαλεῖο) στὴ ΒΔ Κρήτη.

Ἐπειδὴ στὴν αὐτὴ περιοχὴ ὀνομάζεται μπίκα ἡ μύτη (ἀνατ., ἀλλὰ καὶ κάθε αἰχμηρὴ διαμόρφωσι), συνάγω ὅτι ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσι πρέπει νὰ εἶναι ἰταλ. becco (ἀγγλ. beak)>μπίκα=μύτη>μπίκος=κασμάς (προφ. διότι εἶναι μυτερός).

Θεωρῶ ἐπίσης ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐτυμολογικὴ σχέσις μὲ τὸν μπί(ῆ)κο=ταῦρο, μιᾶς καὶ ἡ προσφερθεῖσα ὑπὸ ΜΧΣ ἀνάλυσις ἦτο πλέον ἢ πειστική.

Οἱ χωροφυλάtchοι μᾶς ἀρωτούσανε ντελόγο στὰ σύνορα ἦντα δουλιὰν ἐκάμαμε. Τchὲ μεῖς τὼς ἐλέγαμε πράμα ματσακούπι τchὲ μπικαδάτchι τch´ ἐτσὰ πράματα, σκαφιάδες πὼς ἤμαστονε ἐδά, νὰ θρέψωμε θέλει τὰ μπαντέρμα τὰ κοπέλια μας.
(ἀπὸ σημειώσεις τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
mafie

Επίσης το «μπικούνι», δηλαδή το τσαπάκι, πρέπει να είναι ομόρριζο.

#2
MXΣ

piccone η αξίνα στα Ιταλικά εκ του picco = κορυφή. Χουάτ δε φακ...

#3
HODJAS

Βλ. και εδώ

#4
MXΣ

Nαι, σ'εκείνον τον μπέκο, ταιριάζει να πεις κατούρα και λίγο... ...
...
...

(μπεκ ντε, εγχυτήρας, που ψεκάζει καύσιμο, τσουτσού σορόπ, ο γκραν γαμάω; Γελάσατε; Τι; Μόνο σε μένα φάνηκε αστείο; Χμ... Sorry...)

#5
HODJAS

Τον μπέκο τον έχω ακούσει ως στειλιάρι (βρωμόξυλο) π.χ. «θα πέσει μπέκος», οπότε κολλάει με την έννοια μπέκος-μπίκος = αξίνα/κασμάς βλ. και έκφραση «θα σε πελεκήσω».

Χμμμμ...