Συνώνυμο του «κωλοβαράω», αλλά επί το εμφατικότερον.

Περνάω την ώρα μου χαζολογώντας, επιδίδομαι στο ευγενές άθλημα του αυνανισμού, μεταφορικώς βεβαίως και ουχί κυριολεκτικώς.

Συνώνυμα: κωλοβαράω, πουτσοβαράω

Αντί να ψωλοκοπανάτε όλη μέρα εδώ μέσα, δε σηκώνεστε να κάνετε καμιά δουλειά λέω γω; Μου 'χει φύγει ο τάκος απ' το πρωί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Επίσης «κάνω ψωλοκοπάνα»: πάω την τουαλέτα του γραφείου (ή του σχολείου) για να την παίξω.

#2
Jonas

Βράστα, μήπως το ορθότερο θα ήταν το «κάνω ψωλοκοπανοκοπάνα»;

#3
Vrastaman

♪♫ At the psolo - kopanokopana
The hottest spot north of Havana ♪♫

#4
Galadriel

♪♫ Her name was Lola, she was a psola
she used to sleep all day and, she worked for the government ...
All day copana, psolocopana
i lola i paliopoutana ♪♫

#5
Vrastaman

#6
Alexis965

Εξαιρετικά τα άσματα!