Από το τουρλώνω (< τρούλος, βλ. 2ο σχόλιο στο σύνδεσμο) + κώλος: ανατρέπω, ρίχνω / γυρίζω κάτι τ' ανάποδα, με το κάτω μέρος προς τα πάνω. Αντίστοιχα για ανθρώπους, ρίχνω κάποιον /-α μπρούμυτα, ώστε ο κώλος τα τουρλωθεί (βλέπε και τουρλοκωλιάζομαι).

Παράγωγο επίρρημα: τουρλόκωλα.

  1. - Πω ρε τι μποτιλιάρισμα είναι αυτό; Σίγουρα έχει γίνει κάποιο ατύχημα...
    - Εμ βέβαια... Τον θυμάσαι τον γκαζοφονιά που μας προσπέρασε σα σίφουνας πριν από κανά δεκάλεπτο; Νά 'το το αμάξι του τουρλόκωλα εκεί στην άκρη της στροφής.

  2. - Κι εκεί που γυρίζω η μαύρη από την εκκλησία, μου πέφτουν απάνου δυο αλjήτες, με σπρώχνουν, μου τραβάνε το σταυρό από το λαιμό και γίνονται καπινός... πάλι καλά που δε με τουρλοκωλιάσανε να σπάσω καμιά λεκάνjη να έχω άλλα ντράβαλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία