Εκ του «σύμπειρος». Σύνθετη λέξη, που σημαίνει τον μηχανισμό με πείρους.

Πες τους ρε φίλε Πανουργιά έχω εις τον πούτσον μου βιολιά
ορέ έχω εις τον πούτσον μου βιολιά
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια

(Λόγια του Καραϊσκάκη από την ταινία «Οι ιππείς της Πύλου», Νίκος Καλογερόπουλος, 2011)

Μηχανισμός κουρδιστού ρολογιού. Αριστερά το ζεμπερέκι, άκρο δεξιά η "τρίχα" το άλλο ελατήριο-εκκρεμές που κανει την ταλάντωσηνα δου (από dryhammer, 15/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Δε λες καμια κουβέντα επιπλέον βρε καραϊσκάκη να νιώσουμε... Τι είναι αυτό; Τοπικός ιδιωματισμός στην Μεσσηνία, αν βγάζω άκρη από το παράδειγμα, που χρησιμοποιείται μόνο κυριολεκτικά; Είναι σλανγκ που χρησιμοποιείται και γενικότερα; Και το πείρος γιατί με -ει-. Νομίζω ότι τέτοιους είδους άγνωστες λέξεις καλύτερα να ορίζονται με ελαφρώς μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

#2
sarant

Αυτό με την προέλευση από «σύμπειρος» είναι αστείο, έτσι; Η λέξη είναι τουρκική (zemberek)

#3
deinosavros

Ετς. Τουρκική με απώτερη περσική προέλευση, επιβεβαιωνόμενη από διάφορες πηγές που βαριέμαι να λινκάρω.

#4
dryhammer

Ζεμπερέκι και ζιμπερέκι λεγόταν κάποτε ειδικά το ελατήριο που κούρδιζε τα ρολόγια. Για την προστασία του συνιστούσαν να μήν κουρδίζεται ποτέ το ρολόι ως το τέρμα αλλά μιά δυό στροφές πριν, που το μαθαινες εμπειρικά άν κούρδιζες μαλακά ώστε να νιώθεις στο χέρι την αύξηση της αντίστασης στο κούρδισμα.

#5
deinosavros

Είχες δεν είχες με βάζεις να λινκάρω, που είπα ότι βαριέμαι.
Εδώ το ζεμπερέκι ορίζεται ως μηχανικό τόξο, αρμπαλέτα από το 1533, και ως κάθε είδους ελατήριο και ειδικότερα ελατήριο ρολογιού από το 1876. Στην τελική και το τόξο ένα ελατήριο είναι.

#6
vikar

Στην τελική όλα είναι ένα, τά 'λεγε και ο Μπίλ Χίξ.

#7
deinosavros

Αμα τον δεις να του πεις από μένα να κόψει τις μαλακίες και να βρει ένα που να είναι όλα :-Ρ