Στο στρατιωτικό ιδίωμα, ο ανθυπασπιστής λέγεται συχνότατα ανθύπας (με σλανγκική αποκοπή). Από εκεί, με μια ηχηροποίηση του θήτα γίνεται αντύπας, ώστε να θυμίζει τον ομώνυμο λαϊκό τραγουδιστή. (Ή, αναλόγως με τα προσωπικά γούστα, και τον ήρωα Διγενή Αντύπα του Χάρρυ Κλυνν που έμεινε διάσημος για την ατάκα ημίθεος και βάλε, ή τον Αντύπα που χαιρέτησε ο Σαββόπουλος αφήνοντας πίσω του μια τρύπα).

Πάσα: Χότζας.

  1. - Μας έχει τύχει ένας αντύπας πολύ στριμένος! Μες στη γκρίνια όλη μέρα!

  2. - Άσ' τα, είχε κέφια πρωϊνιάτικα ο αντύπας και μας τραγούδησε...

(από Khan, 02/02/12)(από Khan, 19/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Οι ίδιοι παρετυμολογούν τα διακριτικά Δ Δ που φορούν στις επωμίδες τους ως «Δεν Δουλεύω».

#2
Khan

Τρίβιο: Η ετυμολογία του αρχαίου λατινικού ονόματος Antipa είναι (νομίζω, χωρίς να είμαι σίγουρος) από το ελληνικό Ἀντίπατρος, που σημαίνει «αντί του πατρός», δηλαδή κάποιος που μοιάζει με τον πατέρα του και μπορεί να ισοδυναμήσει μαζί του, όνομα συχνό στους Μακεδόνες και στα ελληνιστικά βασίλεια. Για το σύγχρονο επώνυμο δεν γνωρίζω αν ισχύει η ίδια ετυμολογία, και γιατί γράφεται συχνά με ύψιλον.