Επενδύω τον οβολό μου εις αγορά υλικού ή άυλου αγαθού. Ήτοι, αγοράζω κάτι.

Χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με υλικά αγαθά, σπανιότερα έως καθόλου αναφορικά με άυλα. Δεν χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε περιπτώσεις αγοράς υπηρεσιών (π.χ.), αλλά η λαϊκή κατά βάση χρήση του ρήματος με την εν λόγω έννοια δεν αποκλείει το να χρησιμοποιείται και με αυτόν τον τρόπο.

  1. Να το τσίμπησω;;!με τέτοια τιμή το πιο πιθανό είναι να με τσιμπήσει αυτό! (Από εδώ)

  2. Θα το τσίμπαγα αρχές Μαρτίου στο τέλος της εξεταστικής αλλά μου έκανα δώρο το Metal Gear Collection, οπότε θα ασχοληθώ με αυτό. Θα το αγοράσω κάποια άλλη στιγμή 1000%. (Από εδώ)

  3. Μολις πηρα τηλεφωνο στα Μουλτιραμα. Λοιπον φοραει την 2.2. και ειναι 16αρι . Μια χαρα τιμουλα παιδια. Λεω να περασω να το τσιμπησω. (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε