Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Pirate Jenny

Χα, καλό δεν το 'χα.

Με την πρώτη ερμηνεία, εγώ ξέρω το πολίτκο «τα τζάντζαλα-μάντζαλα». (Η προφορά παίζει, ακουγεται πότε με ν πότε χωρίς, πότε τσ πότε τζ, μπέρδεμα.)

Παίζει κι ένας παιδικός γλωσσοδέτης «ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχόντζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στη τζιτζιμιτζιχοντζιριά».

#2
vikar

Ωραίος ο Βάγκ. Εγώ το ξέρω τονισμένο τζίντζιλι-μίτζιλι.

Για το σχόλιο της Πειρατίνας, έχουμε ήδη στο σάιτ τα τσάντζαλα μάντζαλα, τα ντάγκαρα, και τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα.

#3
deinosavros

Να φάει τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα τα τζιτζιμιτζιχόντζιρα.
Μη μας πάρει πρέφα ο Χό(ν)τζας για θα γίνει της παλαβής η κρεβατοκάμαρα εδώ μέσα.

#4
Kraou

Εναλλακτικά, τζιτζιλομίτζιλα.