...γιατί κάπου χάνεις!

Το λεπόν, τζιμπάτε ανεκδοτολογική αφήγηση:

Όταν κάποιος τρόμπας παπαρολογεί, τού λες «κάνε φσσς!»· μόλις αρχίσει να κάνει φσσς, αμέσως ακουμπάς το δαχτυλό στο κεφάλι του, κι εκείνος σταματάει έκπληκτος. Τότε ανακοινώνεις διθυραμβικά «από εδώ χάνεις».

(municipal school slang, ασίστ από Vrastakids)

(Γ.Α.Π., αγορεύοντας στο Ελ.Κοινοβούλιο)

- Πρέπει να είμαστε αξιόπουστοι έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος...
- Κάνε φσσς...

Κάνε μου λιγάκι φσσσ... (από Vrastaman, 05/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
deinosavros

Εξαιρετικό. Μου θυμίζει την παλιά γείωση που, όταν αρχίζει να κατεβάζει μαλακίες ο άλλος, προτείνεις τον δείκτη και του λες «τράβα μου το δάχτυλο», οπότε ταυτοχρόνως με το τράβηγμα του αμολάς μια κατσαρή.

#2
joe909

Στο παράδειγμα δεν έπρεπε να λέει «του χρηματοπουστωτικού συστήμτος»;

#3
Vrastaman

πουστοδότης ο θηλ. πουστοδότρια: αυτός που χορηγεί πούστωση.

πουστοδότηση: η χορήγηση, η παροχή πούστωσης.

πουστοδοτικός: που αναφέρεται στην πούστωση: Πουστοδοτική πολιτική. ~ οργανισμός.

πουστοδοτώ: παρέχω, χορηγώ πούστωση, πουστώσεις: Οι γεωργοί πουστοδοτούνται από την Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδας.

πουστόλα: μεγάλο πουστόλι.

πουστολέρο: για άτομο που χειρίζεται το πουστόλι με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.

πουστολέτο: ονομασία συσκευών που μοιάζουν με πουστόλι.

πουστολιά: ο πυροβολισμός με πουστόλι: Aρχίσανε τις πουστολιές.

πουστολίδι: συνεχείς, πυκνοί πυροβολισμοί με πουστόλια: Ο καβγάς κατέληξε σε ~. || Aκούσαμε ~ και τρομάξαμε.

πουστολίζω -ομαι: (λαϊκότρ.) πυροβολώ με πουστόλι.

πουστόνι: έμβολο εσωτερικής καύσης: Tα πουστόνια της μηχανής ανεβοκατέβαιναν με γρήγορο ρυθμό.

πουστοποίηση: η ενέργεια του πουστοποιώ, η (επίσημη) βεβαίωση για κτ. || το πουστοποιητικό.

πουστοποιητικό: επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει, που πουστοποιεί

πουστοποιητικός -ή -ό: που πουστοποιεί κτ. || (ως ουσ.) το πουστοποιητικό

πουστοποιώ -ούμαι: εκδίδω, χορηγώ πουστοποιητικό: Tο έγγραφο πουστοποιεί ότι ο ασθενής νοσηλεύτηκε

πουστός -ή: που του έχει κανείς εμπουστοσύνη, έμπουστος.

πουστότητα: η ιδιότητα του πουστού. || Yψηλής πουστότητας.

πουστοχρέωση: (λογιστ.) η καταχώρηση πούστωσης σε λογιστικό βιβλίο.

#4
joe909

Αναβαθμίζει την πουστοληπτική ικανότητα της χώρας ο οίκος Πριτς.

#5
deinosavros

Ρε τσι πούστηδοι.....