Extravaganza: από τα λατινικά στο μεσαίωνα: extra (=πέρα από, έξω, εκτός) + vagari (από το ρήμα vagor = αναρωτιέμαι, περιπλανάμαι, είμαι ανήσυχος).

Αρχικά υπήρχε το extravagant (τέλη του 14ου αιώνα) που συναντάται σε καταστατικά (νόμους) εκκλησιαστικών εξουσιών (δες).

Πρώτη γνωστή καταγραφή: 1754, με αναφορά σε περίεργη συμπεριφορά, επίσης το 1794 σε μια μη ρεαλιστική γραφική αναπαράσταση. (δες).

Περιπλανιέμαι έξω από τα όρια, σύνορα ή αλλιώς, το βλαχαδερό (μεσαιωνιστί).

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην τέχνη και ειδικότερα για μουσικές ή θεατρικές συνθέσεις ή παραγωγές που χαρακτηρίζονται από χαλαρή δομή, μια επιπολαιότητα, περίτεχνα κοστούμια και σκηνικά. Ακόμα η έκφραση χαρακτηρίζει λογοτεχνικά ή μουσικά έργα που διέπονται από ακραία ελευθερία του ύφους και της δομής και συνήθως από κωμικά στοιχεία.

Μεταφορικά οποιαδήποτε πλούσια ή πολυτελής εμφάνιση, εκδήλωση, συνάθροιση, που έχει ένα καρακιτσαριό για την πάρτη της μαζί με μια ναρκισίζουζα τάση για αυτοπροβολή. Κάτι υπερβολικό, μη ρεαλιστικό, κάτι που στο Ελλαδιστάν ο κάθε φανφαρόζος έχει σε μεγάλη υπόληψη.

  1. Κομμένες λοιπόν οι φανφάρες, οι εξτραβαγκάντζες και οι υποσχέσεις των προηγούμενων ετών.(δες)

  2. ...το πόσο «απλά» και χωρίς εξτραβαγκάντζες ερμηνεύονται οι ρόλοι είναι παροιμιώδες. (δες)

  3. Εξτραβαγκάντζες του τύπου «να έχει και μια ρίγα άσπρη στο πέτο μάστορα;» ή τέσσερα κουμπιά αντί για δύο (άντε τρία) ή μια «τόση δια μικρή γυαλάδα στην ύφανση για να σπάει η μουντρούχα της μαυρίλας» , είναι επιβεβλημένες μόνο σε όσους θέλουν να κάνουν τον κονφερασιέ σε κανένα τσίρκο ή τον πορτιέρη στον Σαράφη στα Τρίκαλα, Σαράφη στο Παρίσι κτλ.. (δες)

(από VAG, 30/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
VAG

Για τα βλαχαδερά προερχόμενα εκ της Γκάτζας ο όρος είναι : έξτραβαγκάτζα...