Το μικρό παιδί στα θρακιώτικα. Προφέρεται «gzanj» (γκζάν').

Χρησιμοποιείται χαϊδευτικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο προς το μικρότερο. Πολλές φορές εκφράζει και ειρωνεία θέλοντας να δώσει μια αρνητική χροιά σε προσφώνηση σε νεαρά άτομα που σκέφτονται απερίσκεπτα.

Με μια δόση υπερβολής, συνώνυμα είναι το μαλακιστήρι, μικρό και ανόητο, και πολλά άλλα...

  1. Τι φωνάζουν ωρέ τα γκζάνια, αη πάντε παίχτε παραπέρα...

2. Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά

Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά

Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι

Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι

Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

(από VAG, 07/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Εκ του τούρκικου canım = ζωή μου, μωρό μου κλπ
προφ. τζα-νίμ ή τζά-νέμ ή τζα-νούμ

#2
jesus

το «τζάνεμ» χρησιμοποιείται ακόμα αυτούσιο στον βορά κ το λήμμα μου φαίνεται αρκετά μακρυά ηχητικά ώστε να μην ισχύει αυτό που γράφεις θείο.

#3
VAG

Όντως στη Θράκη ακούγεται και το «τζάνεμ». Μπορεί να ΄ναι από αυτές τις λέξεις που επανα-χρησιμοποιούνται από λαό σε λαό και πολλές φορές αλλάζουν προφορά αλλά και νόημα. Κλασικό παράδειγμα είναι το «καλντερίμι» από την τούρκικη λέξη, που λέγεται ότι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «καλλιδρόμιο» και έχει πάρει προφανώς την αντίθετη σημασία.

#4
HODJAS

Σημ. στην Τριλογία του Γάμου του Στέργιου απο τον Καριοφύλλη Δοϊτσίδη (1. Στέργιους πισμάνιψι-δε γουστάρει, 2. Στέργιους ξιπισμάνιψι-εντάξει θα την πάρω/αλλά μετά μουλάρωσε η νύφη και 3. Στέργιους παντρεύιτι-τα βρήκανε τελικά και τα γκιουβέτσια ψήνονταν κλπ-κλπ), που είναι απ' τα αγαπημένα μου θρακιώτικα κομμάτια, ακούγεται πεντακάθαρα το κόρους των θειάδωνε «κατέβα Στέργιουμ'-κατέβα τζάνεμ, να σε παντρέψουμι» ενώ τα μιτζίθια είναι μιτζίτια (ή μετζήτια < τουρκ. mecit = παλιό νόμισμα και συνεκδοχικά συναντιέται ως ολόκληρος μισθός/λουφές), ανηψιέ.