Στο μπουρδελοϊδίωμα, τζου είναι η στριπτιτζού. Συνηθέστερα στον πληθυντικό: τζούδες.

Πέρα από το μάγκικο της σλανγκικής αποκοπής έχει το πλεονέκτημα ότι αποφεύγεται η λέξη στριπτιτζού που είναι πολύ πασέ. Από ό,τι βλέπω στο Διαδίκτυο, μπορεί σπανιότερα να χρησιμοποιηθεί το τζου, (περισσότερο όμως ως χαριτωμενιά της στιγμής, και όχι ως πάγιος όρος), και για την πιπατζού και την τεκνατζού, ενδεχομένως και για άλλες. Ενδιαφέρον, τέλος, έχει και ο εναλλακτικός ορισμός που έχουμε, που συνδέει τον όρο με το τζες.

Έτσι κι αλλιώς τα πιπίνια στα μπαράκια, λόγω και της φετεινής μόδας λιγώτερα φοράνε από τις τζουδες. (Ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών από μπουρδελοσάι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία