Μεταξύ των αντικειμένων ο πούτσος εκάστου και τ' αρχίδια του, επίσης ενδέχεται να μην μασάς μία ή και να μη μασάς χριστό. Στο πρώτο και στο τρίτο ενικό υποχρεωτικά ασυναίρετο το ρήμα.

Δηλώνει άνθρωπο που μασάει σίδερα, που δεν καταλαβαίνει χριστό, που είναι σκληρός κι αλύγιστος.

Προφανώς επέκταση του πιο έητιζ «δε μασάω», με την πρόσθεση των επιτατικών ως δηλωτικών ακραίας άρνησης.

Βλ. και μασάω και (δε) μασώ.

Κχάνκοντας από δουπού.

  1. (μου αφηγήθηκε ως πραγματικό περιστατικό. Μπάμπης, οδοντίατρος, πάει να κάνει αναισθησία στον Γιάννη, πελάτη.)
    - Που πας να βάλεις αυτήν την αρχιδιά, Μπάμπη;
    - Χωρίς αυτήν την αρχιδιά, Γιάννη, θα φας τ' αρχίδια μου.
    - Δε μασάω τ' αρχίδια μου.
    - Ε, πάρ' τ' αρχίδια μου.
    Και του κάνει την εξαγωγή χωρίς αναισθητικό.

  2. - Καλά μαλάκα, θα κάνεις μπάντζι-ντζάμπινγκ μετά από μισό ταψί μουσακά;! Δε μασάς τ' αρχίδια σου!!!
    - Όταν το 'κοψα άρχισα να τρώω τα νύχια μου, αλλά νταξ, πονάει λιγότερο.

(από Khan, 12/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία