Τσαγωτό ή και τσαγάκι, είναι όταν ο άντρας βάζει-βουτάει το παπαροσάκουλό του στο στόμα της γυναίκας, και εκείνη το δέχεται στο στόμα της σαν ποτήρι. Το όνομα είναι παρμένο απο τον τρόπο που λειτουργεί το σακουλάκι του τσαγιού στο ποτήρι με το νερό ώστε να πάει παντού το άρωμα του τσαγιού χωρίς να πέσουν μέσα στο νερό τα αποξηραμένα φύλλα του τσαγιού.

  1. Πω καλά, παιδιά η Γιώτα μου έκανε ένα τσαγωτό εχθές...

  2. Έλα μωρό μου, πού είσαι; Θα έρθεις από το σπίτι, να ετοιμάσω το τσαγάκι σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Αnagno

Έβαλα και έναν δεύτερο ορισμό γιατί αυτός που προυπάρχει δεν με κάλυπτε.