Το πρόθεμα καρα- έχει βασικά την έννοια της μαύρης απόχρωσης, αλλά στην ελληνική γλώσσα έχει και μια επιτατική εμφατική έννοια, που σημαίνει: πολύ & έντονο.

Βıyık, στα τούρκικα (και όχι büyük = μεγάλο), σημαίνει μουστάκι. Έτσι λοιπόν kara-bıyık-li, και ελληνοποιημένα καραμπουγιουκλής, καραμπουζουκλής, σημαίνει μαυρομούστακος, ή ο έχων μέγα μύστακα, επειδή δε το μουστάκι συνδεόταν με την ανδροπρέπεια, κατ' επέκταση το καραμπουζουκλής σημαίνει και τον έντονα ανδροπρεπή!

Από την ίδια ρίζα βγαίνει και το επώνυμο Μπουγιουκλάκης / Βουγιουκλάκης.

Γειά σου ρε μάγκα καραμπουζουκλή (μαυρομούστακε).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Τρίχες και ανδροπρέπεια, μεγάλο θέμα. Θα σήκωνε και μάζεμα. Θα σε βάλει να ξυρίσεις και μουστάκι, ντούγκλα, μαλλιαρόκωλος, χώρια η ετυμολογία του βαρβάτος... Και χώρια φυσικά οι τριχοφοβικές αντιδράσεις...

Καλωσήρθες Ντί Ές, ωραίος. (Ή ωραία, δέ ξέρω.)

#2
vikar

Ά και το άλλο κλασικό, και προστιγμήν νόμιζα δέν τό 'χαμε.

#3
iron

βασικό, μπράβο!