Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, όπως και το λατσεύομαι (στην Μέση Φωνή), αλλά επιπλέον σημαίνει και ομορφαίνω, καλλωπίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).

  1. Latsevo ton apokate sto bout. (Αποκατέ)

  2. Λάτσεψα τις πάγκρες μου = χτενίστηκα. (Αποκατέ).

Στο 0.20, από την ταινία "Θηλυκή Εταιρία" του Νίκου Περάκη. (από Khan, 17/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε