Το πουλί σουσουράδα, που κουνά πάνω-κάτω την ουρά της. Από το κώλος και σείω.

Η λέξη, όπως και η λέξη σουσουράδα, λέγεται και για ένα τσαχπίνικο και ανήσυχο κοριτσάκι, αλλά κατά σλανγκ μεριά σημαίνει την προκλητική γυναίκα, αυτήν που κουνά τον κώλο της και ψάχνεται για τρελίτσες.

Κάποτε ήρθε μες τα λούσα
τις πούδρες και τις μυρωδιές
στη γειτονιά μια κωλοσούσα
(τι ντόρος όλες τις βραδιές!)
πριν μας χαλάσ' η Αφροδίτη
φωτιά της έβανα στο σπίτι.

από το «Ο Άγνωστος Βάρναλης», του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Το ορίτζιναλ (προ λίφτινγκ) όνομα του διάσημου «λέα με τη μεζούρα» Καλούση, ήταν Κολοσούσας.

#2
deinosavros

Οχι βρε, ο Κουλουσούσας (Κωλοσούσας) δεν ήτουνα ένας καλόγερος, εμπλεκόμενος στο παραδικαστικό, ο οποίος μετά τα βρόντηξε κι ανακατεύτηκε με τη μόδα;

#3
deinosavros

Ζγκαθαρεύουσα: Σεισοπυγίς ( σείω=κουνάω + πυγή=πισινός. Πρβλ πυγάδι, χαίρε βάθος αμέτρητον κλπ)

#4
allivegp

@deinos: Έτσι. Και ήταν ξαδέρφια μεταξύ τους! Καρατσεκαρισμένα πράματα.